- κἄγωγ'
- ἔγωγε , ἐγώI at leastmasc/fem nom/voc 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραχαλώ — άω, Α 1. διανοίγω δίοδο, διέξοδο για κάτι 2. (αμτβ.) (για πλοίο) χαλαρώνομαι, υφίσταμαι χαλάρωση τών αρμών από τους οποίους μπαίνει μέσα το νερό, αφήνω να εισρεύσει το νερό, κάνω νερά («κἄγωγ , ἐάν τι παραχαλᾷ, τὴν ἀντλίαν φυλάξω», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek